-
1 кость
1. анат. το οστούν, разг. το κόκκαλοлучевая - η κερκίς, η κερκίδαслоновая - το ελεφαντοστούν, το ελεφαντόδοντοтазовая - της λεκάνης, η λεκάνηтаранная - ο αστράγαλος 2 (игральная) το ζάρι, το κότσιРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кость